ἐλεγείας

ἐλεγείας
ἐλεγείᾱς , ἐλεγεία
fem acc pl
ἐλεγείᾱς , ἐλεγεία
fem gen sg (attic doric aeolic)
ἐλεγείᾱς , ἐλεγεῖος
elegiac
fem acc pl
ἐλεγείᾱς , ἐλεγεῖος
elegiac
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελεγειακός — ή, ό (Α ἐλεγειακός, ή, όν) 1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη τού μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος υυ| υυ| | υυ| υυ| 2. φρ. «ελεγειακός ποιητής» ή …   Dictionary of Greek

  • Мимнерм из Колофона — (Μίμνερμος) греческий лирический поэт, старший современник Солона; время расцвета его поэзии относится к 630 600 гг. до Р. Х. У древних он считался первым и величайшим поэтом любви. В своих элегиях он изливал свои жалобы по поводу безнадежной… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • αντίμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κολοφώνιος (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Επικός και ελεγειακός ποιητής. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι λιγοστές και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος τοποθετεί την ακμή του γύρω στο 404 π.Χ. Ακολουθώντας την ομηρική επική… …   Dictionary of Greek

  • δίστιχο — Στροφή της κλασικής μετρικής που αποτελείται από δύο στίχους, έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο, και χρησιμοποιείται στην ελεγεία και στο επίγραμμα. Το αρχαιότερο γνωστό δ. είναι το δ. της ελεγείας του Καλλίνου (περ. 670 π.Χ.), αλλά εικάζεται ότι …   Dictionary of Greek

  • Αλμπέρτι, Ραφαέλ — (Rafael Alberti, Πουέρτο ντε Σάντα Μαρία, Ισπανία 1902 – Ιταλία 1999). Ισπανός ποιητής και ζωγράφος. Μαζί με τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, είναι από τους πιο εμπνευσμένους και γεμάτους ζωντάνια ποιητές της γενιάς του 1927. Εμφανίστηκε στα γράμματα …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Χέλντερλιν, Φρίντριχ — (Holderlin, Λάουφεν 1770 – Τίμπινγκεν 1843). Γερμανός ποιητής. Aρχικά επιδόθηκε σε θεολογικές σπουδές και μεταξύ 1790 και 1791 συνδέθηκε με εποικοδομητική φιλία με τον Χέγγελ και τον Σέλινγκ: από τη συνάντηση αυτή γεννήθηκε ίσως ο ρομαντικός… …   Dictionary of Greek

  • ελεγειακός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ελεγεία ή το ελεγείο (βλ. λλ.): Ελεγειακός ποιητής. 2. μτφ., που έχει τη μελαγχολία, τη θλίψη της ελεγείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”